- εγκλιτικό(ν)
- το грам, энклитика
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
-χι — Α (εγκλιτ. μόριο) εκεί όπου. [ΕΤΥΜΟΛ. Εγκλιτικό μόριο το οποίο συνάπτεται σε επιρρ. ή μόρια (πρβλ. ἧ χι, ναί χι, οὐ χί) και λειτουργεί ως επιτατικό, ιδίως σε τ. με αρνητική σημ. (πρβλ. οὐ χί). Το μόριο χι ανάγεται σε ΙΕ μόριο *ghi και συνδέεται… … Dictionary of Greek
μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… … Dictionary of Greek
Κύπρονδε — (Α) επίρρ. στην Κύπρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κύπρος + δε, εγκλιτικό δεικτικό μόριο που δηλώνει την εις τόπο κίνηση] … Dictionary of Greek
Πλαταίαζε — Α επίρρ. τοπ. προς τις Πλαταιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Πλαταιασ δε < αιτ. πληθ. τού Πλάταια + δεικτικό εγκλιτικό μόριο δε (Ι)* που δηλώνει κίνηση προς τόπο (πρβλ. Αθήνα ζε, Ολυμπία ζε)] … Dictionary of Greek
άρα — (ara). Κοινή ονομασία διαφόρων ψιττακομόρφων αναρριχητικών πουλιών, που ζουν στις τροπικές περιοχές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Οι ά. ζουν μέσα στα δάση, όχι πολύ μακριά από τα ποτάμια, φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα σε κοιλότητες… … Dictionary of Greek
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
δε — (I) δὲ (Α) (δεικτικό εγκλιτικό μόριο) 1. φανερώνει κίνηση προς τόπο (α. οἶκονδε, οἶκαδε προς το σπίτι, προς την πατρίδα β. Ἐλευσίναδε προς την Ελευσίνα) 2. προσέγγιση σε κάποιο πρόσωπο ή στην κατοικία του (Πηλεϊωνάδε προς τον γιο τού Πηλέως) 3.… … Dictionary of Greek
θαλαμόνδε — (Α) επίρρ. στον θάλαμο, στο υπνοδωμάτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμον, αιτ. τού θάλαμος, + δε (< δεικτικό εγκλιτικό μόριο δε (Ι)*), πρβλ. οίκον δε, φόβον δε] … Dictionary of Greek
λέκτρονδε — (Α) επίρρ. προς το κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέκτρον + δε, δεικτικό εγκλιτικό μόριο, που δηλώνει εις τόπο κίνηση (πρβλ. πέδον δε, πόλιν δε)] … Dictionary of Greek
λέχοσδε — (Α) επίρρ. στην κλίνη, στο κρεβάτι («ἐρχομένοισιν λέχοσδε δάος μετὰ χερσὶν ἔχουσα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λέχος + δεικτικό εγκλιτικό μόριο δέ, που δηλώνει την εις τόπο κίνηση (πρβλ. οίκον δε)] … Dictionary of Greek
μα — (I) (AM μά) 1. μόριο, εισαγωγικό όρκου, το οποίο χρησιμοποιείται και σε περιπτώσεις έντονης διαμαρτυρίας και ακολουθείται από την αιτιατική τού ονόματος ή τού πράγματος που επικαλείται αυτός που ορκίζεται, και λαμβάνεται ως ομοτικό, δηλ.… … Dictionary of Greek